- ἐρυθρόχροος
- ἐρυθρό-χροος, ον, [var] contr. [suff] ἐρυθρό-χρους, ουν,A redcoloured,
ὑπόδεσις D.C.43.43
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπόδεσις D.C.43.43
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐρυθροχρόους — ἐρυθρόχροος redcoloured masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθροχρόῳ — ἐρυθρόχροος redcoloured masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθρόχροα — ἐρυθρόχροος redcoloured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθρόχρους — ουν (AM ἐρυθρόχρους, ουν και ἐρυθρόχροος, οον) αυτός που έχει ερυθρό χρώμα, ο κοκκινόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + χρους < χροος < χρως «χρώμα»] … Dictionary of Greek